θυμίασμα

θυμίασμα
θυμίασμα, το και θύμιασμα, το, -ατος
1. ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι: Καίω θυμίαμα.
2. θυμίαση, θυμιάτισμα, λιβάνισμα.
3. ευτελής κολακεία: Δεν του αρέσουν τα θυμιάματα των υφισταμένων του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυμίασμα — το (ΑΜ θυμίασμα) [θυμιάζω] 1. θυμίαμα, καπνός τού θυμιάματος 2. θυμιάτισμα* …   Dictionary of Greek

  • αναθύμιασμα — το [αναθυμιάζω] το εκ νέου ή συνεχές θύμιασμα, ξαναθύμιασμα …   Dictionary of Greek

  • θυμιατός — ή, ό (ΑΜ θυμιατός, ή, όν, Μ και φυμιατός, ή, όν, Α και θυμιητός, ή, όν) [θυμιώ] νεοελλ. μσν. (το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός το λιβανιστήρι μσν. θύμιασμα, δηλ. το μέρος τής εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”