- θυμίασμα
- θυμίασμα, το και θύμιασμα, το, -ατος1. ειδικό ρετσίνι που όταν καίγεται βγάζει καπνούς με ευχάριστη μυρουδιά, λιβάνι: Καίω θυμίαμα.2. θυμίαση, θυμιάτισμα, λιβάνισμα.3. ευτελής κολακεία: Δεν του αρέσουν τα θυμιάματα των υφισταμένων του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.